- ἀπεστλεγγισμένοι
- ἀποστλεγγίζωscrape with aperf part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποστλεγγίζω — ἀποστλεγγίζω (Α) 1. καθαρίζω με τη στλεγγίδα 2. (μτχ. παθ. πρκμ.) οἱ ἀπεστλεγγισμένοι καθαροί μετά από ξύσιμο με στλεγγίδα … Dictionary of Greek